- ουκάζιο(ν)
- το(στην τσαρική Ρωσία) αυτοκρατορικό διάταγμα που είχε ισχύ νόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. oukaz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταμάν — (αταμάνος ή ετμάν). Τίτλος αρχηγών των Κοζάκων (από τη γερμ. λέξη hetmann = αρχηγός), που καθιερώθηκε από τον βασιλιά της Πολωνίας Στέφανο Μπαθόρι, την εποχή που η Πολωνία τους είχε υποτάξει. Όταν οι Κοζάκοι υποτάχτηκαν στους Ρώσους, η… … Dictionary of Greek